- συναιρεσιώτης
- συναιρ-εσιώτης, [full] ου, ὁ,A partisan, Serapio in Cat.Cod.Astr.8(4).230, Phot.Bibl.p.97 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συναιρεσιώτης — ο, ΜΑ, και θηλ. συναιρεσιῶτις, ώτιδος Α οπαδός αιρεσιώτου («τοῑς συναιρεσιώταις τοῡ Εὐνομίου», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἱρεσιώτης (< αἵρεσις)] … Dictionary of Greek
συναιρετιστής — ὁ, Μ [συναιρετίζω] συναιρεσιώτης* … Dictionary of Greek